- πετάλη
- ἡ, Αβοτ. το πέταλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πέταλον με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετάλη — πέταλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) πετάλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλῃ — πέταλος fem dat sg (attic epic ionic) πετάλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάληι — πετάλῃ , πέταλος fem dat sg (attic epic ionic) πετάλῃ , πετάλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλα — πετάλᾱ , πέταλος fem nom/voc/acc dual πετάλᾱ , πέταλος fem nom/voc sg (doric aeolic) πετάλᾱ , πετάλη fem nom/voc/acc dual πετάλᾱ , πετάλη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλας — πετάλᾱς , πέταλος fem acc pl πετάλᾱς , πέταλος fem gen sg (doric aeolic) πετάλᾱς , πετάλη fem acc pl πετάλᾱς , πετάλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… … Dictionary of Greek
πετάλης — πέταλος fem gen sg (attic epic ionic) πετάλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέταλ' — πέταλα , πέταλον leaf neut nom/voc/acc pl πέταλα , πέταλος neut nom/voc/acc pl πέταλε , πέταλος masc voc sg πέταλαι , πέταλος fem nom/voc pl πέταλαι , πετάλη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)